μόναιπος
Look at other dictionaries:
μόναιπος — μόναιπος, ὁ (Α) βλ. μόναπος … Dictionary of Greek
μόναπος — και μόναιπος ὁ (Α) παιονική ονομασία για τον βόνασο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως πρόκειται για ιλλυρική λ. που μπορεί να συνδεθεί με αρχ. ινδ. manyā «λαιμός, τράχηλος», αρχ. άνω γερμ. mana «χαίτη», λατ. monīle, «περιτραχήλιο» (πρβλ. μανιάκης)] … Dictionary of Greek